- ναιδαμώς
- ναιδαμῶς (Α)επίρρ. (κωμ. τ. τού ναι) μάλιστα, βεβαιότατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ναι-δαμῶς έχει σχηματιστεί < ναί, κατά τα μη-δαμῶς, οὐ-δαμῶς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek